σκελετικός

σκελετικός
-ή, -ό, Ν [σκελετός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκελετό («σκελετική δομή»)
2. φρ. α) «σκελετικός μυς»
βιολ. καθένας από τους γραμμωτούς μυς που προσφύεται σε ένα τμήμα τού σκελετού
β) «σκελετικό σύστημα»
βιολ. ο σκελετός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νηματοθήκη — η βιολ. μικρός σκελετικός χώρος που προστατεύει κάθε νηματοφόρο στις αποικίες τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων …   Dictionary of Greek

  • νωτοχορδή — η βιολ. ο πρώτος εμβρυϊκός εσωτερικός σκελετικός σχηματισμός που παρατηρείται στο σώμα τών χορδωτών και τού πρώιμου εμβρύου τών σπονδυλοζώων, υπό μορφή λεπτού ραβδίου από κυτταρώδη ιστό και που στα ζώα, από τους ιχθύς ώς και τα θηλαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”